ψούνισμα

ψούνισμα
το, -ατος
βλ. ψώνισμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψούνισμα — το, Ν (διαλ. τ.) βλ. ψώνισμα …   Dictionary of Greek

  • ψώνισμα — και ψούνισμα, το, Ν [ψωνίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψωνίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”